αμούσκευτος

αμούσκευτος
η , ο
1) непромокший, сухой; 2) несмоченный, ненамоченный; 3) немочёный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αμούσκευτος" в других словарях:

  • αμούσκευτος — η, ο [μουσκεύω] αυτός που δεν μουσκεύτηκε, δεν βράχηκε, δεν διαποτίστηκε με νερό (ή και άλλο υγρό) …   Dictionary of Greek

  • αμούσκευτος — η, ο αυτός που δε μουσκεύτηκε, δε διαποτίστηκε από νερό ή άλλο υγρό: Οι φακές δεν έβρασαν καλά, γιατί τις μαγείρεψες αμούσκευτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανότιστος — η, ο αμούσκευτος, στεγνός: Το λιακωτό ήταν ανότιστο κι άπλωσαν εκεί το μαλλί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»